- μπεκρούλιακας
- ο(σκωπτικά) μέθυσος, μεγάλος μπεκρής, μεθύστακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπεκρής + μεγεθ. κατάλ. -ούλιακας (πρβλ. στραβ-ού-λιακας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπεκρούλιακας — ο ο μπεκρής, ο μεθύστακας, ο μέθυσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυμεθής — ές, Α ο πολύ μέθυσος, μπεκρούλιακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέθη (πρβλ. ημι μεθής)] … Dictionary of Greek
κρασοκανάτας — ο μεθύστακας, μπεκροκανάτας, μπεκρούλιακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)